«ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού» Μεσολόγγι, 1825-1826
(όπως το περιγράφει ο Κασομούλης, με κάποια επεξηγηματικά σχόλια)
Τον Απρίλιο του 1825 άρχισε η τελευταία πολιορκία του Μεσολογίου από τον Κιουταχή πασά. Την πόλη υπερασπιζόταν η φρουρά αποτελούμενη σχεδόν αποκλειστικώς από Σουλιώτες. Η πολιορκία έσπαγε κατά καιρούς από ελληνικά πλοία που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια. Με μία τέτοια ευκαιρία ο Νικόλαος Κασομούλης, 28 ετών τότε, εισήλθε τον Ιούλιο του 1825 στο Μεσολόγγι. Στα απομνημονεύματά του περιέγραψε έκπληκτος το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη:
«Μετέβην εις το Μισολόγγι από Βασιλάδι και πατήσας εις το έδαφος με εφάνη ότι έμβηκα εις μίαν πανύγυριν. Ενώ ακαταπαύστως εξακολουθούσεν ο πόλεμος εις τους προμαχώνας, πλήθος στρατιωτών και πολιτών, με όλην την αδιαφορίαν, ωσάν να ευρίσκοντο εις πανήγυριν, έτρεξαν να μας ιδούν, φέροντες τα όπλα των μόνον μαζί των… Προχωρώντας προς τους προμαχώνας μας, όπου ήτον ο Στορνάρης, τα βόλια έπιπταν ωσάν χάλαζα και το επίπεδον ήτον σκεπασμένον από αυτά. ... Πλην κανέναν από όσους απαντούσα δεν έβλεπα να σκύπτη από τον σφυριγμόν των. Μόνον εγώ έσκυπτα, διότι θαρρούσα ότι όλα θα με σκοτώσουν…
Οι αξιωματικοί και στρατιώται της Φρουράς εις το γελέκι όλοι, με μαζωμένα τα μανίκια -με τους βραχίονας έξω- με τα όπλα εις τας χείρας. Βαμμένα τα προσωπά των από βαρούτια, αιματωμένα κονιαρτισμένα τα πρόσωπα και τα μαλλιά των, εφαίνοντο ωσάν να έβγαιναν από κανέναν φούρνον. Αιματωμέναις αι φουστανέλλαις των και τα φορέματά των, εφαίνοντο πάλιν ωσάν μακελλείς [χασάπηδες] … Μόνον από την ευθυμίαν, από τα γέλια, από την αδιαφορίαν και αταραξίαν της ψυχής…»
Στο τέλος του 1825 έφθασε στο Μεσολόγγι ο Ιμπραήμ με σκοπό να βοηθήσει τον Κιουταχή να τελειώνει με την πολιορκία. Ο Ιμπραήμ ήταν πολύ πιο συστηματικός και περιόρισε τον ανεφοδιασμό της πόλεως. Στο Μεσολόγγι άρχισε η μεγάλη πείνα. Είναι αυτό που γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «τα μάτια η πείνα εμαύρισε».
Περιγράφει ο Κασομούλης:
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαις να υστερούνται το ψωμί. Μία μεσολογγίτισσα, Βαρναρηνα ωνομάζετο… μαζί με άλλες δυο φαμελλιαίς μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι και το έφαγαν. Ταις ηύρα όπου έτρωγαν. Ερώτησα που ηύραν το κρέας και τρόμαξε η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήταν γαϊδούρι.
Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν ένα σκύλο και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τομ μαγείρευσαν. Μαθεύτηκε και τούτο.
Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα…και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια… Τρεις ημέραις επέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Ο συνεργάτης του κυρίου Μεσθενέα τυπογράφου…έσφαξεν κι έφαγεν μία γάτα… Εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν.
Αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θάλασσας. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι …και με ζουμί από καβούρους…
Εδόθησαν εις τους ποντικούς. Ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν.»
Τέτοια ήταν η κατάσταση μέσα στο Μεσολόγγι όταν οι δύο πασάδες (Κιουταχής και Ιμπραήμ) έστειλαν αγγελιοφόρους που ζήτησαν την παράδοση της πόλεως. Αυτή ήταν η απάντηση των πολιορκουμένων:
Προς τους Υψηλούς Βεζυράδες,
Ελάβαμεν το γράμμα σας σήμερον.
Ημείς αγάδες, κουβέντα δεν εζητήσαμε να κάμωμεν.
Εσείς επέμψατε πρώτον και την εζητήσατε.
Βλέπομεν είς το γράμμα σας να ζητήτε άρματα, και απορούμεν πως ετολμήσετε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα, τα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να τα δώσωμεν με τα χέρια μας.
Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο όπου θέλετε εσείς δεν γίνεται.
Ούτε εκείνο που θέλομεν ημείς.
Θα γίνει εκείνο όπου ο Θεός αποφάσισεν
Εν Μεσολογίω τη 22 Μαρτίου 1826
Η Φρουρά του Μεσολογγίου»
Σχεδόν είκοσι ημέρες αργότερα, στις 10 Απριλίου 1826, οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου επιχείρησαν την περίφημη Έξοδο. Την απόφασή τους κατέγραψαν σε απόφαση που μεταξύ άλλων λέει:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας … μικρούς και μεγάλους… υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής… και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μία ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες ότι … εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας … τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10ης Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων… έλθη δεν έλθη βοήθεια…»
Τη νύχτα της 10ης Απριλίου οι 9.000 πολιορκημένοι επιχείρησαν την έξοδο.
Επέζησαν περίπου 1.400, ανάμεσά τους ελάχιστα γυναικόπαιδα.
(όπως το περιγράφει ο Κασομούλης, με κάποια επεξηγηματικά σχόλια)
Τον Απρίλιο του 1825 άρχισε η τελευταία πολιορκία του Μεσολογίου από τον Κιουταχή πασά. Την πόλη υπερασπιζόταν η φρουρά αποτελούμενη σχεδόν αποκλειστικώς από Σουλιώτες. Η πολιορκία έσπαγε κατά καιρούς από ελληνικά πλοία που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια. Με μία τέτοια ευκαιρία ο Νικόλαος Κασομούλης, 28 ετών τότε, εισήλθε τον Ιούλιο του 1825 στο Μεσολόγγι. Στα απομνημονεύματά του περιέγραψε έκπληκτος το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη:
«Μετέβην εις το Μισολόγγι από Βασιλάδι και πατήσας εις το έδαφος με εφάνη ότι έμβηκα εις μίαν πανύγυριν. Ενώ ακαταπαύστως εξακολουθούσεν ο πόλεμος εις τους προμαχώνας, πλήθος στρατιωτών και πολιτών, με όλην την αδιαφορίαν, ωσάν να ευρίσκοντο εις πανήγυριν, έτρεξαν να μας ιδούν, φέροντες τα όπλα των μόνον μαζί των… Προχωρώντας προς τους προμαχώνας μας, όπου ήτον ο Στορνάρης, τα βόλια έπιπταν ωσάν χάλαζα και το επίπεδον ήτον σκεπασμένον από αυτά. ... Πλην κανέναν από όσους απαντούσα δεν έβλεπα να σκύπτη από τον σφυριγμόν των. Μόνον εγώ έσκυπτα, διότι θαρρούσα ότι όλα θα με σκοτώσουν…
Οι αξιωματικοί και στρατιώται της Φρουράς εις το γελέκι όλοι, με μαζωμένα τα μανίκια -με τους βραχίονας έξω- με τα όπλα εις τας χείρας. Βαμμένα τα προσωπά των από βαρούτια, αιματωμένα κονιαρτισμένα τα πρόσωπα και τα μαλλιά των, εφαίνοντο ωσάν να έβγαιναν από κανέναν φούρνον. Αιματωμέναις αι φουστανέλλαις των και τα φορέματά των, εφαίνοντο πάλιν ωσάν μακελλείς [χασάπηδες] … Μόνον από την ευθυμίαν, από τα γέλια, από την αδιαφορίαν και αταραξίαν της ψυχής…»
Στο τέλος του 1825 έφθασε στο Μεσολόγγι ο Ιμπραήμ με σκοπό να βοηθήσει τον Κιουταχή να τελειώνει με την πολιορκία. Ο Ιμπραήμ ήταν πολύ πιο συστηματικός και περιόρισε τον ανεφοδιασμό της πόλεως. Στο Μεσολόγγι άρχισε η μεγάλη πείνα. Είναι αυτό που γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «τα μάτια η πείνα εμαύρισε».
Περιγράφει ο Κασομούλης:
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαις να υστερούνται το ψωμί. Μία μεσολογγίτισσα, Βαρναρηνα ωνομάζετο… μαζί με άλλες δυο φαμελλιαίς μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι και το έφαγαν. Ταις ηύρα όπου έτρωγαν. Ερώτησα που ηύραν το κρέας και τρόμαξε η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήταν γαϊδούρι.
Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν ένα σκύλο και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τομ μαγείρευσαν. Μαθεύτηκε και τούτο.
Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα…και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια… Τρεις ημέραις επέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Ο συνεργάτης του κυρίου Μεσθενέα τυπογράφου…έσφαξεν κι έφαγεν μία γάτα… Εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν.
Αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θάλασσας. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι …και με ζουμί από καβούρους…
Εδόθησαν εις τους ποντικούς. Ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν.»
Τέτοια ήταν η κατάσταση μέσα στο Μεσολόγγι όταν οι δύο πασάδες (Κιουταχής και Ιμπραήμ) έστειλαν αγγελιοφόρους που ζήτησαν την παράδοση της πόλεως. Αυτή ήταν η απάντηση των πολιορκουμένων:
Προς τους Υψηλούς Βεζυράδες,
Ελάβαμεν το γράμμα σας σήμερον.
Ημείς αγάδες, κουβέντα δεν εζητήσαμε να κάμωμεν.
Εσείς επέμψατε πρώτον και την εζητήσατε.
Βλέπομεν είς το γράμμα σας να ζητήτε άρματα, και απορούμεν πως ετολμήσετε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα, τα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να τα δώσωμεν με τα χέρια μας.
Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο όπου θέλετε εσείς δεν γίνεται.
Ούτε εκείνο που θέλομεν ημείς.
Θα γίνει εκείνο όπου ο Θεός αποφάσισεν
Εν Μεσολογίω τη 22 Μαρτίου 1826
Η Φρουρά του Μεσολογγίου»
Σχεδόν είκοσι ημέρες αργότερα, στις 10 Απριλίου 1826, οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου επιχείρησαν την περίφημη Έξοδο. Την απόφασή τους κατέγραψαν σε απόφαση που μεταξύ άλλων λέει:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας … μικρούς και μεγάλους… υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής… και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μία ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες ότι … εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας … τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10ης Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων… έλθη δεν έλθη βοήθεια…»
Τη νύχτα της 10ης Απριλίου οι 9.000 πολιορκημένοι επιχείρησαν την έξοδο.
Επέζησαν περίπου 1.400, ανάμεσά τους ελάχιστα γυναικόπαιδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου